- κρεάγρευτος
- κρε-άγρευτος, ον,A tearing off the flesh, Lyc.759.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρεάγρευτος — κρεάγρευτος, ον (Α) (για βράχους) αυτός που ξεσχίζει, που αποσπά το κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + ἀγρευτός < ἀγρεύω «συλλαμβάνω»] … Dictionary of Greek
κρεάγρευτον — κρεάγρευτος tearing off the flesh masc/fem acc sg κρεάγρευτος tearing off the flesh neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεαγρεύτους — κρεάγρευτος tearing off the flesh masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρε(ο)- — και κρεατ(ο) (AM κρε[ο] και κρεω , Α και κρεα και κρεη και κρειο ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε… … Dictionary of Greek